-
- Ζούσε στους πρώτους αιώνας ένας μοναχός, ό όποιος όσες φορές τον ερωτούσε ό Ηγούμενος του «Πώς πηγαίνει; στην υγεία σου, αδελφέ;». Αυτός πάντοτε παραπονιόταν ότι ήταν κατάκοπος από την πολλή εργασία.
- Ακούγοντας καθημερινώς ό Ηγούμενος το ίδιο παράπονο ερώτησε κάποια ήμερα τον Μοναχό: «Τι είδους εργασία κάμνεις και κοπιάζεις τόσον πολύ, αδελφέ;» Καί ό Μοναχός απάντησε: Άγιε Ηγούμενε έχω τόσες εργασίες κάθε ημέρα καί νύκτα, ώστε οί δυνάμεις μου δεν θα έφθαναν γι' αυτές, εάν ό Θεός δεν με βοηθούσε:
- Πρώτον, έχω δύο γεράκια, τα όποια προσπαθώ να κρατώ δέσμια καί να τα εξημερώνω.
- Δεύτερον, έχω δύο λαγούς, τους οποίους φυλάγω για να μη φύγουν.
- Τρίτον, έχω δύο βόδια, τα όποια επιβλέπω για να εργάζονται.
- Τέταρτον, έχω ένα λύκο τον όποιον προσέχω δια να μη βλάψει κανένα.
- Πέμπτον, έχω ένα λιοντάρι, το όποιο προσπαθώ να κατανικήσω, καί
- Έκτον, έχω ένα ασθενή, τον όποιον πρέπει πάντοτε να τον περιποιούμαι.
- Ό Ηγούμενος αφού άκουσε αυτά γέλασε λίγο καί είπε στον Μοναχό: Αυτά. παιδί μου, δεν γίνονται, διότι είναι αδύνατον να εκτελεί κανείς τόσες εργασίες.
- Καί όμως, σεβαστέ μου πάτερ, απάντησε ό Μοναχός, σου είπα την αλήθεια.
- Καί ό Ηγούμενος, ό όποιος νόμιζε μέχρι ένα βαθμό επιπόλαια καί χωρίς περιεχόμενο τα λόγια του Μοναχού, είπε: Εξήγησε μου, παιδί μου, την παραβολή. Καί ό Μοναχός απάντησε:
- Πρώτον, τα δύο γεράκια, Πάτερ μου, είναι τα δύο μάτια μου, τα όποια πετούν, πηγαίνουν από δω καί άπ' εκεί καί πρέπει να φροντίζω για να μη δουν κάτι, το όποιο θα μπορούσε να με προτρέψει σε κάποια αμαρτία, πράγμα δυστυχώς πού έπαθε ό προφήτης καί βασιλιάς Δαβίδ, βλέποντας την γυναίκα του Ούριου, την Βηρσαβεέ.
- Δεύτερον, οι δύο λαγοί, είναι τα πόδια μου, τα όποια πρέπει να εμποδίζω από το να τρέχουν στις ηδονές καί τον δρόμο της αμαρτίας διότι εις το βάπτισμα μου, όταν ό ιερεύς έχριε αυτά είπε: «Του πορεύεσθε τα διαβήματα Σου» δηλαδή του Ιησού Χριστού. Φαντάζεσαι λοιπόν, Πάτερ μου, πόσους κόπους χρειάζεται αυτό;
- Τρίτον, τα δύο βόδια είναι τα χέρια μου, τα οποία επιβλέπω με μεγάλη προσοχή για να εργάζονται. Να εργάζονται όμως το αγαθόν ως τα χέρια του Κυρίου, πού πάλι στο βάπτισμα μου γι' αυτά ό ιερεύς είπε' «Αί χείρες σου εποίησαν με καί έπλασαν με».
- Τέταρτον, ό λύκος είναι ή γλώσσα μου, ή οποία πάντοτε έχει ανάγκη από χαλινάρι, για να μη δαγκάσει κανένα άδελφόν μου, με την κατηγορία, πού είναι παρών ή απών και πεθάνει. Καί αντιλαμβάνεσαι, πάτερ μου, όταν το Αγιον Πνεύμα δια του Αδελφόθεου Ιακώβου για την γλώσσα λέγει: «Ει τις εν λόγω ου πταιει, ούτος τέλειος ανήρ», καί πάλιν' «Ή γλώσσα πυρ, ό κόσμος της αδικίας, ούτως ή γλώσσα καθίσταται εν τοις μέλεσιν ημών ή σπιλούσα (μολύνουσα) όλον το σώμα...», καί πάλιν: «Την γλώσσαν ουδείς δύναται ανθρώπων δαμάσαι ακατάσχετον κακόν, μεστή ιού θανατηφόρου. Εν αυτή ευλογούμεν τον Θεόν καί πατέρα, καί εν αυτή καταρώμεθα τους ανθρώπους τους καθ' όμοίωσιν Θεού γεγονότος...» (Ίακ. γ' 2, 6 καί 8). Τι πρέπει να κάμνω εγώ με αυτό το θηρίο, τον λύκο πού έχω στο στόμα μου;
- Άλλα καί ακόμη, πώς εγώ, πάτερ μου, να επιτύχω αυτό πού λέγει ό άγιος Ιωάννης ό Χρυσόστομος για την γλώσσα, για να μη λέγει περισσότερα ή λιγότερα, αλλά όλα με το ζύγισμα να λέγω, για να είμαι δίκαιος χωρίς κόπου μεγάλου; Δεν λέγει ό Άγιος ότι: ζυγαριά να εχομεν την γλώσσα μας ώστε με μεγάλη προσοχή να ζυγίζομε τα λόγια μας καί να μη λέμε περισσότερα ούτε λιγότερα αλλά τα σωστά με ακρίβεια. Διότι, εάν ζυγίζομε με ακρίβεια καί μεγάλη προσοχή τον χρυσό καί άλλα πράγματα, πρέπει, με μεγαλύτερη προσοχή καί ακρίβεια, να προσέχομε τα λόγια μας.
- Καί ακόμη, πάτερ μου, πώς να μη παλέψω με τον λύκο αυτόν, την γλώσσα μου, πού διαβάζω τον Αββά Σισώη καί λέγει' «Αδελφέ, έχω τριάντα χρόνια όπου δεν κάμνω πλέον δέησιν εις τον Θεόν περί αμαρτίας, αλλά αυτό μόνον λέγω εις την προσευχήν μου Κύριε Ιησού Χριστέ σκέπασαν με από της γλώσσης μου, διότι τόσους χρόνους έχω ασκητεύοντας καί πάλιν σκοντάπτω με την γλώσσαν καί αμαρτάνω».
- Πέμπτον, ό λέων, πάτερ μου, είναι ή καρδιά μου, κατά της οποίας διεξάγω νύκτα καί ημέρα πεισματώδη αγώνα και δυστυχώς με έλκει με μεγάλη βία σε όλα όσα βλάπτουν καί καταστρέφουν την ψυχήν μου. Βλέπεις, πάτερ μου, «ότι έγκειται ή διάνοια του ανθρώπου επιμελώς επί τα πονηρά εκ νεότητος αυτού» (Γεν. η' 21), καί ακόμη, ότι ή καρδία μου είναι ακάθαρτος ως είπεν ό Κύριος μου' «Εκ γαρ της καρδίας εξέρχονται διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι» (Ματθ. ιέ' 19)' καί ότι πράγματι έτσι είναι και πρέπει να κουρασθώ να την καθαρίσω, μου το επιβεβαίωσε ό Προφήτης Δαβίδ πού λέγει εις τον Κύριον: «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν έμοί ό Θεός, καί πνεύμα ευθές έγκαίνισον εν τοις έγκατοις μου» (Ψαλμ. 50, 12), και Έκτον, πάτερ μου, ό ασθενής, είναι το σώμα μου, το όποιον ποτέ δεν ευρίσκεται στην ίδια κατάσταση. Άλλοτε θέλει τροφή καί άλλοτε νηστεία. Άλλοτε ανάπαυση καί άλλοτε τυραννία. Άλλοτε περίθαλψη καί άλλοτε όχι, καί για τον λόγο ν αυτόν είμαι αναγκασμένος να έχω την προσοχή μου διαρκώς γυρισμένη προς αυτό, για να το περιποιούμαι όσο είναι δίκαιο, επειδή χρειάζεται καί αυτό όπως το τσούφλι για το αυγό.
- Αφού άκουσε αυτά ό Ηγούμενος από τον σοφό του Μοναχό, τον συγχάρηκε καί είπε: «Εάν όλοι κάναμε όπως εσύ. τέκνον μου, δηλαδή να εργαζόμαστε δια να συγκρατήσομε τα πάθη μας καί ενημερώσομε τον κακόν - εαυτό μας, ή γη θα γινόταν ουρανός καί ‘όλοι θα είμασταν ευτυχισμένοι καί ειρηνικοί».
- Δυστυχώς, αγαπητοί, εμείς δεν εργαζόμαστε για τον εαυτό μας, καί ή κοινωνία μας κατάντησε ζούγκλα, καίτοι στην Κυριακή προσευχή ό Κύριος μας προτρέπει να λέμε: «Έλθέτω ή βασιλεία σου..., ως εν ουρανώ καί επί - της γης».
- Άλλα που χρόνος για την ψυχή μας, την αρετή, την πίστη, τον Χριστό, την σωτηρία της ψυχής μας. Βλέπετε τον κόσμον καί τα του κόσμου ανόητα καί αμαρτωλά τα έχουμε περισπούδαστα, μόδα, καφενείο, χαρτί, γήπεδο, ταβέρνα, διαφθορά, χορός καί γενικά ότι έχει σχέση με την σάρκα. Γι' αυτό καί φθάσαμε τόσο χαμηλά καί ζούμε σαν να μην γνωρίσαμε Χριστόν καί είμεθα άξιοι της τύχης μας. Αυτό τιμωρούμεθα από τίς επιλογές καί τίς αμαρτίες μας. Είθε να θελήσουμε να δεχθούμε τον θείο φωτισμό, εργαστούμε, για την κάθαρση των αισθήσεων : από τα πάθη, καί την απόκτηση των αρετών του Ευαγγελίου για να έχομε ελπίδα σωτηρίας, με τίς πρεσβείες της Παναγίας καί όλων των Αγίων. Αμήν.
-
Εγώ πατήρ,εγώ αδελφός,εγώ νυμφίος, εγώ οικία,εγώ τροφεύς,εγώ ιμάτιον,εγώ ρίζα,εγώ θεμέλιος,παν όπερ αν θέλεις εγώ.Μηδενός εν χρεία καταστείς.Εγώ δουλεύσω.Ήλθον γαρ διακονήσαι,ου διακονηθήναι.Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ.Πάντα εγώ.Μόνον οικείως έχε προς εμέ.Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ,επι σταυρού δια σέ,άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός. Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.
Διδακτική διήγηση για όσους «σκοτώνουν» τον πολύτιμο χρόνο τους
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου