Καὶ ἀκόμη περισσότερον καὶ αἰθεριώτερον ἀπὸ τὰ λιθοχώματα, τὰ σὰν τριμμένα μάρμαρα καὶ σὰν τριμμένα πήλινα ἀγγεῖα καὶ σὰν πολυτίμων λίθων τρίμματα ποὺ εἶναι τὸ χῶμα μας, τὸ κοῦφον σὰν ἀὴρ χῶμα, ἀπὸ τὴν πολύχροον Ἱερὰν Τέφραν ποὺ εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ, ἡ Μητέρα μας Γῆ, ἡ Γῆ μας, σὰν νὰ ἐξατμίζωνται—ὅπως ἡ ζέστη—σὰν νὰ σαλεύωνται χρώματα καὶ ἀπὸ τὴν αἰθέριαν ὕλην καὶ ἀπὸ τῶν κυριωτέρων αἰθερίων χροϊκῶν βάσεων καὶ αἰθερίων χρωμάτων, τῶν κάπως κάπου ἐνσαρκουμένων καὶ ἀπὸ τὴν τελευταίαν μόλις ὁρατὴν ἐπιφάνειαν ὅλων τῶν Φαινομένων, περνοῦν Χρώματα ἀκόμη ἀσυλληπτότερα, ἀκόμη ἡδονικώτερα, ἀεικίνητα, θωπευτικὰ καὶ ἄϋλα σὰν τὰς εἰς τὰ πλάγια τῶν λόφων Σκιὰς τῶν μικρῶν βραδυπορούντων νεφῶν τοῦ οὐρανοῦ, μετεωρούμενα σὰν ἀραιὸς καπνός, πιανόμενα σὰν καπνὸς ἀπὸ μαλλιά, συρόμενα ἡδυπαθῶς, σὰν διαλυόμενον θυμίαμα, Χροϊκαὶ Αὖραι μεταμορφώνουσαι τὴν ὅλην κοσμικὴν ὕλην, εἰς σωροὺς ἀπὸ σκόνιν πολυχρόων χρυσαλλίδων, τὰ ὄρη εἰς ἀναμμένους ἀρωματικοὺς κώνους, τὰ χρώματα εἰς φλόγας γλυκυτάτας αἱ ὁποῖαι φέγγουν ἔνδοθεν ἅλω θυμιαμάτων ἢ κατὰ τὰς ἀκροτάτας θερινὰς χρυσοπυρκαϊᾶς ὑγρῶν, στερεῶν, οὐρανῶν καὶ ἀέρων, κατὰ τὰς ὥρας αὐτὰς τῆς ἀοράτου ἀπορροφήσεως κάθε ἀτμίδος καὶ κάθε ἱκμάδος, τῆς διαστολῆς καὶ ἐξαφανίσεως τοῦ ἀέρος, ἡ κοσμικὴ ὕλη ὅλη μεταποιεῖται εἰς κάτι τι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ σταθεροειδές τι, μὲ γήϊνόν τι, μὲ ὑλοειδές τι, μὲ ὑπαρκτόν τι, εἰς κάτι τι μεταλλικόν, ἀλλὰ λάμψιν μετάλλων, ἀλλὰ μόνον μεταλλικὸν Φῶς, εἰς κάτι τι δακτυλιολιθικόν, ἀλλὰ βλέμμα πολυτίμων λίθων, ἀλλὰ μόνον τοιούτων λίθων Φῶς, εἰς ἕνα ὑελινὸν πολύχρουν ἀέρα, τὸν ὁποῖον ὅμως περνᾷ κανεὶς ἀνέτως ὅπως ἡ ἀκτὶς τὸ γυαλί, εἰς ἕνα ὑελινον πολυήδονον ἀερόχρωμα, διότι μετουσιώνεται καὶ ἐξαεροῦται καὶ αὐτὸς ὁ θεατής, αἰσθάνεται σὰν νὰ περιφέρεται εἰς τοὺς οὐρανίους ἀέρας καὶ νὰ περιπατῇ εἰς τοὺς οὐρανίους λίθους, μετουσιώνεται καὶ αὐτὸς εἰς Ἰδέαν, Ἀέρα, Χρῶμα, νομίζει ὅτι εἶναι μία τεχνητὴ ἀνύπαρκτος ὑπόστασις, εἰκὼν ἀνθρώπου εἰς εἰκόνα φύσεως ζωγραφημένην ὑπὸ καλλιτέχνου πλανήτου ἄλλου· καὶ εἴτε αἱ οὕτως, εἴτε αἱ ἄλλως ὄψεις, ἐξαίρουν τὴν Χροϊκὴν Αἴσθησιν τοῦ θεατοῦ εἰς τὸ ἀκρότατον σημεῖον τοῦ δυνατοῦ ἐξευγενισμοῦ καὶ λεπταισθητισμοῦ, ἀποπνέουν τὴν θειοτάτην Χροϊκὴν Ἡδονήν, πανοραματίζαντα θέαμα Φύσεως, τοῦ ὁποίου, ΚΑΝΕΙΣ χωρὶς νὰ ἰδῇ δυνατὸν νὰ φαντασθῇ καὶ ἰδὼν ἀδύνατον νὰ φαντασθῇ τελειότερον καὶ ἡδυπαθέστερόν τι ΚΑΝΕΙΣ ΠΟΤΕ.
Εγώ πατήρ,εγώ αδελφός,εγώ νυμφίος, εγώ οικία,εγώ τροφεύς,εγώ ιμάτιον,εγώ ρίζα,εγώ θεμέλιος,παν όπερ αν θέλεις εγώ.Μηδενός εν χρεία καταστείς.Εγώ δουλεύσω.Ήλθον γαρ διακονήσαι,ου διακονηθήναι.Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ.Πάντα εγώ.Μόνον οικείως έχε προς εμέ.Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ,επι σταυρού δια σέ,άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός. Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.
Ἱερὰν Τέφραν
Καὶ ἀκόμη περισσότερον καὶ αἰθεριώτερον ἀπὸ τὰ λιθοχώματα, τὰ σὰν τριμμένα μάρμαρα καὶ σὰν τριμμένα πήλινα ἀγγεῖα καὶ σὰν πολυτίμων λίθων τρίμματα ποὺ εἶναι τὸ χῶμα μας, τὸ κοῦφον σὰν ἀὴρ χῶμα, ἀπὸ τὴν πολύχροον Ἱερὰν Τέφραν ποὺ εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Γῆ, ἡ Μητέρα μας Γῆ, ἡ Γῆ μας, σὰν νὰ ἐξατμίζωνται—ὅπως ἡ ζέστη—σὰν νὰ σαλεύωνται χρώματα καὶ ἀπὸ τὴν αἰθέριαν ὕλην καὶ ἀπὸ τῶν κυριωτέρων αἰθερίων χροϊκῶν βάσεων καὶ αἰθερίων χρωμάτων, τῶν κάπως κάπου ἐνσαρκουμένων καὶ ἀπὸ τὴν τελευταίαν μόλις ὁρατὴν ἐπιφάνειαν ὅλων τῶν Φαινομένων, περνοῦν Χρώματα ἀκόμη ἀσυλληπτότερα, ἀκόμη ἡδονικώτερα, ἀεικίνητα, θωπευτικὰ καὶ ἄϋλα σὰν τὰς εἰς τὰ πλάγια τῶν λόφων Σκιὰς τῶν μικρῶν βραδυπορούντων νεφῶν τοῦ οὐρανοῦ, μετεωρούμενα σὰν ἀραιὸς καπνός, πιανόμενα σὰν καπνὸς ἀπὸ μαλλιά, συρόμενα ἡδυπαθῶς, σὰν διαλυόμενον θυμίαμα, Χροϊκαὶ Αὖραι μεταμορφώνουσαι τὴν ὅλην κοσμικὴν ὕλην, εἰς σωροὺς ἀπὸ σκόνιν πολυχρόων χρυσαλλίδων, τὰ ὄρη εἰς ἀναμμένους ἀρωματικοὺς κώνους, τὰ χρώματα εἰς φλόγας γλυκυτάτας αἱ ὁποῖαι φέγγουν ἔνδοθεν ἅλω θυμιαμάτων ἢ κατὰ τὰς ἀκροτάτας θερινὰς χρυσοπυρκαϊᾶς ὑγρῶν, στερεῶν, οὐρανῶν καὶ ἀέρων, κατὰ τὰς ὥρας αὐτὰς τῆς ἀοράτου ἀπορροφήσεως κάθε ἀτμίδος καὶ κάθε ἱκμάδος, τῆς διαστολῆς καὶ ἐξαφανίσεως τοῦ ἀέρος, ἡ κοσμικὴ ὕλη ὅλη μεταποιεῖται εἰς κάτι τι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ σταθεροειδές τι, μὲ γήϊνόν τι, μὲ ὑλοειδές τι, μὲ ὑπαρκτόν τι, εἰς κάτι τι μεταλλικόν, ἀλλὰ λάμψιν μετάλλων, ἀλλὰ μόνον μεταλλικὸν Φῶς, εἰς κάτι τι δακτυλιολιθικόν, ἀλλὰ βλέμμα πολυτίμων λίθων, ἀλλὰ μόνον τοιούτων λίθων Φῶς, εἰς ἕνα ὑελινὸν πολύχρουν ἀέρα, τὸν ὁποῖον ὅμως περνᾷ κανεὶς ἀνέτως ὅπως ἡ ἀκτὶς τὸ γυαλί, εἰς ἕνα ὑελινον πολυήδονον ἀερόχρωμα, διότι μετουσιώνεται καὶ ἐξαεροῦται καὶ αὐτὸς ὁ θεατής, αἰσθάνεται σὰν νὰ περιφέρεται εἰς τοὺς οὐρανίους ἀέρας καὶ νὰ περιπατῇ εἰς τοὺς οὐρανίους λίθους, μετουσιώνεται καὶ αὐτὸς εἰς Ἰδέαν, Ἀέρα, Χρῶμα, νομίζει ὅτι εἶναι μία τεχνητὴ ἀνύπαρκτος ὑπόστασις, εἰκὼν ἀνθρώπου εἰς εἰκόνα φύσεως ζωγραφημένην ὑπὸ καλλιτέχνου πλανήτου ἄλλου· καὶ εἴτε αἱ οὕτως, εἴτε αἱ ἄλλως ὄψεις, ἐξαίρουν τὴν Χροϊκὴν Αἴσθησιν τοῦ θεατοῦ εἰς τὸ ἀκρότατον σημεῖον τοῦ δυνατοῦ ἐξευγενισμοῦ καὶ λεπταισθητισμοῦ, ἀποπνέουν τὴν θειοτάτην Χροϊκὴν Ἡδονήν, πανοραματίζαντα θέαμα Φύσεως, τοῦ ὁποίου, ΚΑΝΕΙΣ χωρὶς νὰ ἰδῇ δυνατὸν νὰ φαντασθῇ καὶ ἰδὼν ἀδύνατον νὰ φαντασθῇ τελειότερον καὶ ἡδυπαθέστερόν τι ΚΑΝΕΙΣ ΠΟΤΕ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου