Εγώ πατήρ,εγώ αδελφός,εγώ νυμφίος, εγώ οικία,εγώ τροφεύς,εγώ ιμάτιον,εγώ ρίζα,εγώ θεμέλιος,παν όπερ αν θέλεις εγώ.Μηδενός εν χρεία καταστείς.Εγώ δουλεύσω.Ήλθον γαρ διακονήσαι,ου διακονηθήναι.Εγώ και φίλος και ξένος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ.Πάντα εγώ.Μόνον οικείως έχε προς εμέ.Εγώ πένης δια σέ και αλήτης δια σέ,επι σταυρού δια σέ,άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί κάτω υπέρ σου πρεσβευτής παραγέγονα παρά του Πατρός. Πάντα μοι σύ και αδελφός και συγκληρονόμος και φίλος και μέλος.
ΘΑΥΜΑΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ
ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Ή Κυρία Θεοτόκος κατά τον έξω χαρακτήρα καί ήθος του σώματος ήτο σεμνή καί σεβάσμια κατά πάντα, ολίγα καί απαραίτητα λαλούσα, ήτο ογλήγορος εις το υπακούειν καί ευπροσήγορος, ετίμα όλους καί επροσκύνει, είχε το μέγεθος του σώματος μέσον καί σύμμετρον, δεν επαρουσιάζετο εις κάθε άνθρωπον, ήτο μακράν από τον γέλωτα καί έξω από κάθε ταραχή καί θυμό. Το χρώμα του θεοδόχου Της σώματος ήτο όμοιο με το χρώμα του σιταριού. Είχε ξανθάς τάς τρίχας της κεφαλής, είχεν οφθαλμούς πολλά ωραίους, χρωματισμένους με θείαν σεμνότητα, ωραισμένους με κόρας οξείς καί όμοιας με την ελαίαν, καί καλλυνομένας με βλεφαρίδας φαιδροπρεπείς. Είχε τα οφρύδια μαύρα, κυκλικώς σχηματισμένα. Είχε την μύτην ομαλήν καί ευθείαν. Τα πανάμωμα χείλη Της ήτον ανθηρά, λάμποντα κοσμίως με ερυθρόν χρώμα καί γέμοντα από την των λόγων γλυκύτητα. Είχε το ιεροπρεπές πρόσωπον ολίγον μακρύ, είχε τάς θεοδόχους χείρας Της μακράς καί τους δακτύλους των χειρών μακρούς με λεπτότητα.
Ητο ανυπερήφανος καί είχε ταπείνωσιν υπερβάλλουσαν, εφόρει ρούχα φυσικώς χρωματισμένα, καθώς δηλούται από το άγιον μαφόριον, αυτόχροον υπάρχον. Καί δια να ειπούμε καθολικώς, ή Κυρία Θεοτόκος ήτο κατά τα εξωτερικά μέλη του σώματος γεμάτη τόση θείαν χάριν καί σεβασμιότητα, ώστε όπου όστις έβλεπε Αυτήν, ελάμβανε εις την ψυχήν του κάποιον φόβον καί ευλάβειαν, καί χωρίς να Την ηξεύρη προτήτερα, εγνώριζε από μόνον τον εξωτερικόν χαρακτήρα Της ότι Αύτη αληθώς είναι Μήτηρ Θεού. Καί ό Αρεοπαγίτης θείος Διονύσιος, από την πολλήν άγάπην πού είχε προς τον Χριστόν, άκουσας ότι έζη σωματικώς ή πανάμωμος Μήτηρ Αυτού, επήγε να Την ίδή, καί λοιπόν βλέπων την θείαν θεωρίαν καί την θαυμάσια καί βασιλική ωραιότητα Της, ίδών δε καί τους Αγγέλους ισταμένους τριγύρω Αυτής καί Την εδορυφόρουν ως βασίλισσαν, άκουσας δε καί τα ουράνια λόγια εκ του αγίου στόματος Της, εξέστη ομολογήσας ότι καί μόνος ό σωματικός Αυτής χαρακτήρ καί το είδος Της Την εμαρτύρουν πώς είναι Μήτηρ Θεού κατ' άλήθειαν.
Μεγαλείον καί εξαίρετον ήτο εις μόνην την Θεοτόκον, διότι θεόθεν ήτο δεδωρημένον, ίνα γεννηθή εν τη Παλαιά Διαθήκη Παιδίον θήλυ κατ' επαγγελίαν, καί μάλιστα εκ της στείρας, της θεοπρομήτορος Αννης. Γνωστόν όμως έστω ότι ή Κυρία Θεοτόκος, δια τα μεγαλεία πού Της έδωκεν ό Θεός, εσυνερίζετο τρόπον τινά καί εφιλοτιμείτο να αγωνίζεται καί Αυτή μετά την Ανάληψιν του Υιού Της με προσευχάς, με γονυκλισίας καί με κάθε είδος ασκήσεως. Όθεν λέγεται λόγος ότι, από τάς συχνάς γονυκλισίας όπου ή Θεοτόκος εποίει , εβαθούλωσαν αί πλάκες, επάνω εις τάς οποίας τα γόνατα έκλινεν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου