Σ' ΑΓΑΠΩ ΠΑΠΟΥΛΑΚΟ ΜΟΥ






Τὴν ψυχήν μου Κύριε, ἐν ἁμαρτίαις παντοίαις, καὶ ἀτόποις πράξεσι, δεινῶς παραλελυμένην, ἔγειρον τῇ θεϊκῇ σου ἐπιστασίᾳ, ὥς περ καὶ τὸν Παράλυτον, ἤγειρας πάλαι, ἵνα κράζω σεσῳσμένος· Οἰκτίρμον δόξα, Χριστέ, τῷ κράτει σου.


Ἥμαρτον, Κύριε, δὲν τὰ κατάφερα. Βοήθησέ με. Παράμεινε μαζί μου. Σὺ εἶπες: Χωρὶς ἐμοῦ, οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. Ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ ἔχω καταλάβει. Τὸ ἔκαμα συνείδηση. Γι᾿ αὐτὸ ἐπιμένω. Κρούω, ζητῶ, αἰτῶ, δὲν θὰ παύσω νὰ ἐνοχλῶ. Δὲν μπορῶ χωρὶς Ἐσένα. Δὲν πρόκειται νὰ φύγω. Ἐὰν δὲν βαρύνονται τὰ ὦτά Σου νὰ μὲ ἀκούουν, δὲν θὰ βαρεθεῖ καὶ τὸ στόμα μου νὰ φωνάζει. Ἐπιμένω, εἶναι ἀλάνθαστος ἡ κρίση Σου στὸ νὰ μὲ ἀνακαλέσεις σὲ μετάνοια. Τοῦτο τὸ ἔκανες Σύ, θεία Παναγαθότης, δὲν τὸ ἔκανα ἐγώ. Οὔτε ἤξερα τὸν Θεό, οὔτε ἦταν δυνατὸ νὰ τὸν ἀνακαλύψω. Σύ, Κύριε, Πανάγαθε, ἦρθες καὶ μὲ εὑρῆκες καὶ μὲ ἐφώναξες νὰ σὲ ἀκολουθήσω. Αὐτὸ τὸ ἐπῆρα, τὸ θέλω, τὸ ἐπιθυμῶ. Δὲν τὰ καταφέρνω ὅμως. Γι᾿ αὐτὸ ἐπιμένω, θέλω νὰ μὲ βοηθήσεις. Πρέπει αὐτὸ ποὺ ἐχάρισες νὰ μὴν τὸ ἀπολέσω.

Κύριε, μὴ παραβλέψεις τὴν ἁμαρτωλὴ ψυχή μου, ποὺ ζεῖ μέσα στὴν ἁμαρτία, σὲ χρειάζομαι περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο τῆς γῆς. Εἶμαι χειρότερος ἀπὸ κάθε λογικὸ ὄν, καὶ φέρομαι ἀνόητα ποὺ δὲν γνωρίζω τὸ καλό της ψυχῆς μου.
Τρέξε στὴ δυστυχία τῆς ψυχῆς μου, διότι εἶμαι κυριευμένος ἀπὸ πολλὰ πάθη ποὺ δὲν τὰ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι εὔκολα, κρύβομαι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀλλὰ ἐγὼ ὁ ταλαίπωρος δὲν μπορῶ νὰ κρυφτῶ ἀπὸ τὸ ἄγρυπνο μάτι τῆς κρίσεώς Σου.
Κύριε, βοήθησέ με καὶ σῶσόν με, τὸν ἀδιάντροπο καὶ ἐραστὴ τῶν παθῶν. Κύριε ἡ ρᾳθυμία μου μὲ καταβάλλει σὲ κάθε ἁμαρτία καὶ γίνομαι πρόθυμος σὲ κάθε πειρασμό, ποὺ μὲ χλευάζουν ἀκόμη καὶ οἱ δαίμονες γιὰ τὴν ἀθλιότητά μου.
Κύριε, ἐλέησόν με!
Κύριε, ταπείνωσέ με! γιὰ νὰ σωθῶ.
Κύριε, ταπείνωσέ με! γιὰ νὰ μετανοήσω εἰλικρινά.
Κύριε, σῶσέ με ἀπὸ κάθε ὑπερηφάνεια, θυμό, κακία, φθόνο καὶ περιέργεια.
Κύριε, σκέπασέ με μὲ τὴ φιλανθρωπία Σου καὶ καθοδήγησέ με στὸ δρόμο τῶν ἐντολῶν Σου.
Κύριε, νιώθω τόσο ἀνίσχυρος, σὰν σκουλήκι, ποὺ εὔκολα μποροῦν νὰ τὸ πατήσουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ τὸ λιώσουν.
Κύριε, σῶσόν με.
Κύριε, δέξου τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας μου ὥστε νὰ κατανοήσεις ὅτι ζητῶ εὐσπλαγχνικὰ τὸ θεῖο ἔλεός Σου.
Κύριε, ἔχω μοιάσει τοῦ φαρισαίου καὶ γεμάτος ἔπαρση νομίζω ὅτι ἔχω ἐπιτύχει κάτι στὴ ζωή μου.
Ψυχή μου, πόσο σκοτεινὴ εἶσαι, ποὺ δὲν βλέπεις οὔτε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μέσα σου, γίνεσαι ἀχάριστη καὶ ἀναιδὴς στὶς τόσες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ.
Ψυχή μου, πόσο τυφλωμένη εἶσαι, ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πάθη καὶ δὲν ἐξετάζεις τὸν ἑαυτό σου γιὰ νὰ ἔρθεις σὲ μετάνοια.
Ψυχή μου, πόσο ἀναίσθητη γίνεσαι, ποὺ οὔτε φοβᾶσαι τὸ Θεό, κάνεις τὰ πάντα χωρὶς ντροπή.
Ψυχή μου, πόσο εὔκολα κατρακυλᾷς μέσα στὸ βάθος τῶν ἁμαρτιῶν σου καὶ δὲν σταματᾷς ν᾿ ἁμαρτάνεις.
Ψυχή μου, σὲ παρακαλῶ σταμάτα λίγο, καὶ κοίτα τὸ Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ποὺ γιὰ σένα σταυρώθηκε.
Ψυχή μου, σήκω καὶ μετανόησε μὲ δάκρυα ποὺ νὰ βρέχουν τὴ γῆ γιὰ τὴν ἀδικία ποὺ προσφέρεις στὸν ἑαυτό σου.
Ψυχή μου, ταπεινώσου σὰν τὸν λῃστή, τὴν πόρνη καὶ τὸν ἄσωτο υἱό, καὶ γίνε τυφλὴ στὰ πάθη.
Ἡ ἀμάθειά σου δὲν ἔχει ὅρια, διότι ὅλο σκοντάφτεις καὶ πέφτεις.
Ψυχή μου, μετανόησε, δάκρυσε, ταπεινώσου, φύγε ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ πήγαινε στὸ φῶς τῶν ἀρετῶν στὸ φῶς τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
Κύριε, ἄπειρη ἡ Σοφία Σου γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ δοῦλο Σου, ποὺ δὲν παύεις νὰ μὲ ἐλεεῖς, νὰ μὲ συγχωρεῖς, νὰ μὲ φωτίζεις καὶ νὰ μὲ θερμαίνεις μὲ τὴ Θεία Ἀγάπη Σου, γιὰ νὰ νοιώσω τὴν ἀθλιότητά μου ἐνώπιον τῆς ἄπειρης ἀγαθότητός Σου, τῆς θείας παντοδυναμίας Σου.
Κύριε, σὲ ὑμνῶ καὶ σὲ δοξάζω ποὺ μὲ δέχεσαι τόσο ἁμαρτωλὸ καὶ δείχνεις τὴ φιλευσπλαγχνία Σου χωρὶς νὰ μὲ δικάσεις μὲ τὴ δικαιοσύνη Σου.
Κύριε, παρὰ τὴ μεγάλη ἁμαρτωλότητά μου ἔχεις γίνει πλέον ἡ τροφὴ τῆς ψυχῆς μου, ποὺ εὐφραίνομαι μὲ τὴν οὐράνια χάρη Σου.
Κύριε, ἐνῷ ἐσὺ μὲ τρέφεις ἐγὼ ὁ ἄθλιος δὲν φυλάττω τὶς ἐντολές Σου καὶ τὸ νοιώθω διότι μὲ ἐλέγχει ἡ συνείδησή μου γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου.
Ψυχή μου, ποῦ εἶναι ἡ θυσία σου στὸν εὐεργέτη σου;
ποῦ εἶναι ἡ καθαρὴ προσευχή σου;
ποῦ εἶναι ἡ ταπεινὴ νηστεία σου;
ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη σου γιὰ τὸ Θεό;
Ζεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου χωρὶς νὰ προσφέρεις τίποτα στὸ Θεό.
Ψυχή μου, οἱ λογισμοί σου εἶναι ἀκάθαρτοι, τὰ λόγια σου ὑπερήφανα, ἐνῷ οἰκοδομεῖς ἄλλους ἐσὺ μένεις ἐρειπωμένη καὶ γκρεμισμένη, τίποτα καλὸ δὲν ἔχεις παρουσιάσει στὸ Θεό.
Ψυχή μου, πόσο ἄδεια εἶσαι ἀπὸ ἀρετές!
πόση ἀμέλεια σὲ κυβερνᾷ!
ποῦ εἶναι ἡ καθαρότητά σου;
ποῦ εἶναι ἡ ἁγνότητα τῆς σκέψεώς σου;
Ζεῖς γιὰ τὸν κόσμο.
Ζεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου.
Μετανόησε καὶ κλᾶψε γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου.
Ψυχή μου, ἐξομολογήσου εἰλικρινὰ στὸ Θεὸ τοῦ ἐλέους, χωρὶς νὰ κρύψεις τίποτα γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴ λυτρωτικὴ θεία χάρη Του, νὰ σὲ σκεπάζει πλούσια, ὥστε κεκαθαρμένη πλέον νὰ ζεῖς, δοξάζοντας τὸ Θεό.
Κύριέ μου, ἐσὺ ποὺ δέχθηκες τόσους μετανοημένους ἁμαρτωλούς, δέξου καὶ τὴ δική μου μετάνοια, προσπίπτω στὰ εὐσπλαγχνικὰ πόδια σου, καὶ σὲ ἱκετεύω μὲ δάκρυα ἐλέησόν με, συγχώρεσόν με καὶ σῶσόν με.
Κύριε, διῶξε κάθε ἀπρεπῆ φαντασία, κάθε θυμὸ καὶ ὀργὴ καὶ ντύσε με μὲ στολὴ φωτεινὴ σὰν τῶν ἀγγέλων καὶ νὰ σὲ ὑμνῶ.
Ψυχή μου, τί ἔχεις νὰ ἀπολογηθεῖς τὴν ὥρα τῆς κρίσεώς σου, ποὺ τὰ πάντα θὰ εἶναι γνωστὰ στὸ Θεό.
Σκέψου τὴν αἰώνια ζωή.
Μετανόησε.
Λυπήσου τὸν ἑαυτό σου.
Κύριε, κράζω καὶ φωνάζω μ᾿ ὅλη τὴν ψυχή μου ἐλέησόν με, τὸν ἁμαρτωλό.
Ὅλο τὸ σῶμα μου ἀναταράζεται ἀπὸ λυγμοὺς μετανοίας καὶ ζητῶ τὸ μέγα ἔλεός σου.
Σὲ ἱκετεύω ἐλευθέρωσέ με ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου.
Κύριε, κοίτα τὴ λύπη τῆς ψυχῆς μου, τὴν εἰλικρινῆ μετάνοιά μου καὶ ἐλέησόν με.
Κύριε, κοίτα τὴν ταπείνωση τῆς ψυχῆς μου, τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας μου, καὶ ἄκου τὴ φωνὴ τῆς καρδιᾶς μου, ποὺ φωνάζει: Ἐλέησόν με!
Κύριε, κοίτα τὸ πλανεμένο πρόβατό σου καὶ σῶσε το, ὡς καλὸς ποιμένας.
Κύριε, ἐλέησόν με, σῶσόν με.
Κύριε, θεράπευσε τὶς πληγὲς τῆς ψυχῆς μου μὲ τὸ φάρμακο τοῦ ἐλέους Σου.
Ψυχή μου, προσεύχου κατανυκτικά, νήστευε μὲ ἀρετή, ἀγρύπνα καθημερινά, ἔχοντας καρδία συντετριμμένη καὶ πνεῦμα ταπεινώσεως, λέγοντας:
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, τὸν ἁμαρτωλόν. Ἀμήν.


Θεέ μου καὶ Κύριε τοῦ κόσμου, Σὺ ὁ ἀγαθότατος πατέρας τῶν ἀνθρώπων, Σὺ ποὺ εἶσαι ἄναρχος καὶ αἰώνιος καὶ ἀναλλοίωτος καὶ ἀμετάβλητος, Σὺ ποὺ ἡ οὐσία σου καὶ τὸ μέγεθός σου καὶ ἡ ἀγαθότητά σου ἡ ἄπειρη, δὲν χωρεῖ στὸν μικρὸ καὶ περιορισμένο νοῦ μας, Σὺ ποὺ εἶσαι ἡ πλουσιώτατη πηγὴ καὶ ἡ ἀπερίγραπτη ἄβυσσος τῆς δύναμης καὶ τῆς σοφίας, σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξάζω ποὺ εἶδες μὲ συμπάθεια καὶ ἀγάπη κι ἐμένα τὸ μικρὸ καὶ ἀδύνατο καὶ ἁμαρτωλό. Σ᾿ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ λύτρωσες ἀπὸ σκέψεις καὶ πράξεις κακές, μοχθηρὲς καὶ μάταιες καὶ μὲ ἔσωσες ἀπὸ τὶς πολλὲς καὶ διάφορες παγίδες τοῦ διαβόλου, ποὺ εἶναι ὁ ἄρχοντας τοῦ σκότους καὶ τῆς πλάνης. Σ᾿ εὐχαριστῶ, Κύριε, καὶ σὲ δοξολογῶ γιατὶ ἔδειξες μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὴν ἀγάπη σου σὲ μένα καὶ ἔγινες ὁ φιλανθρωπότατος τροφοδότης μου σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις, καὶ κυβερνήτης, καὶ φύλακας, καὶ προστάτης, καὶ καταφύγιο, καὶ σωτῆρας, καὶ κηδεμόνας τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μου. Σ᾿ εὐχαριστῶ, πού, παρ᾿ ὅλη τὴν ἀπροσεξία καὶ τὴν ἀμέλειά μου, μὲ ἁρπάζεις καὶ μὲ γλιτώνεις ἀπὸ τὸ κακό, ὅπως ἡ μητέρα τὸ μικρό της παιδί. Σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξολογῶ ποὺ βάζεις μέσα μου θέληση μετανοίας γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μοῦ χαρίζεις μύριες εὐκαιρίες γιὰ νὰ ἐπιστρέφω σὲ Σένα. Σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ σὲ δοξολογῶ ποὺ μὲ δυναμώνεις στὶς ὧρες τῆς ἀδυναμίας καὶ δὲν μ᾿ ἀφήνεις νὰ πέσω, ἀλλὰ ἁπλώνεις τὸ παντοδύναμο χέρι Σου καὶ μὲ σηκώνεις καὶ μὲ φέρνεις κοντά Σου. Τί νὰ ἀνταποδώσω, Πανάγαθε Θεέ μου, γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ μοῦ ἔκανες καὶ ἐξακολουθεῖς νὰ μοῦ κάνεις; Ποιὲς εὐχαριστίες νὰ σοῦ πῶ; Γι᾿ αὐτὸ σὰν τὸ γλυκόλαλο ἀηδόνι θὰ σὲ ὑμνῶ καὶ θὰ σὲ δοξολογῶ. Καὶ ὅλες τὶς ἡμέρες τῆς ζωῆς μου θὰ εὐλογῶ τὸ Ἅγιο Ὄνομά Σου, Δημιουργὲ καὶ Εὐεργέτη καὶ Προστάτη μου ἄγρυπνε, μολονότι δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μιλῶ μαζί Σου στὶς προσευχές. Ἡ δική σου ὅμως ἀγάπη γιὰ μένα καὶ ἡ μακροθυμία Σου, μοῦ δίνει τὸ θάρρος νὰ σοῦ μιλῶ, νὰ σ᾿ εὐχαριστῶ καὶ νὰ σὲ δοξολογῶ. Καὶ θὰ τὸ κάνω πάντοτε, γιατὶ μοῦ κάνει πολὺ καλό.