Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΟΛΑ ΤΑ ΚΑΝΕΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Elder_Porphyrios_a4.jpg 
Ο άνθρωπος του Χριστού όλα τα κάνει προσευχή. Και τη δυσκολία και τη θλίψη, τις κάνει προσευχή. Ό,τι και να του τύχει αμέσως αρχίζει: «Κύριε Ιησού Χριστέ ...;». Η προσευχή ωφελεί σε όλα, και στα πιο απλά. Για παράδειγμα, πάσχεις από αυπνία. να μη ακέπτεσαι τον ύπνο. Να σηκώνεσαι, να βγαίνεις έξω και να έρχεσαι πάλι μέσα στο δωμάτιο, να πέφτεις στο κρεβάτι σαν για πρώτη φορά, χωρίς να σκέπτεσαι αν θα κοιμηθείς ή όχι. Να συγκεντρώνεσαι, να λες τη δοξολογία και μετά τρεις φορές το «Κύριε Ιησού Χριστέ ...;» κι έτσι θα έρχεται ο ύπνος.

Όλα είναι μέσα μας, και τα ένστικτα και τα πάντα, και ζητούν ικανοποίηση. Αν δεν τα ικανοποιήσομε, κάποτε θα εκδικηθούν, εκτός και τα διοχετεύσομε αλλού, στο ανώτερο, στον Θεό.

Αντί να στέκεσθε έξω από την πόρτα και να διώχνετε τον εχθρό, περιφρονήστε τον. Έρχεται από δω το κακό; Δοθείτε μα τρόπο απαλό από εκεί. Δηλαδή έρχεται να σας προσβάλει το κακό, δώστε εσείς την εσωτερική σας δύναμη στο καλό, στον Χριστό.

Παρακαλέστε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Ξέρει εκείνος πώς να σας ελεήσει, με τι τρόπο. Κι όταν γεμίζετε απ' το καλό, δεν στρέφεσθε πια προς το κακό. Γίνεσθε μόνοι σας, με τη χάρη του Θεού, καλοί. Που να βρει τόπο τότε το κακό; Εξαφανίζεται!



Σας πιάνει φοβία κι απογοήτευση; Στραφείτε στον Χριστό. Αγαπήστε τον απλά, ταπεινά, χωρίς απαίτηση και θα σας απαλλάξει ο Ίδιος.


Να μη διαλέγετε αρνητικούς τρόπους για τη διόρθωσή σας. Δεν χρειάζεται ούτε τον διάβολο να φοβάσθε, ούτε την κόλαση, ούτε τίποτα. Δημιουργούν αντίδραση. Έχω κι εγώ μια μικρή πείρα σ' αυτά. Ο σκοπός δεν είναι να κάθεσθε, να πλήττετε και να σφίγγεσθε, για να βελτιωθείτε. Ο σκοπός είναι να ζείτε, να μελετάτε, να προσεύχεσθε, να προχωράτε στην αγάπη, στην αγάπη του Χριστού, στην αγάπη της Εκκλησίας.


Τις αδυναμίες αφήστε τις όλες, για να μην παίρνει είδηση το αντίθετο πνεύμα (δηλ. ο διάβολος) και σας βουτάει και σας καθηλώνει και σας βάζει στη στενοχώρια. Να μην κάνετε καμιά προσπάθεια ν' απαλλαγείτε από αυτές. Ν' αγωνίζεσθε με απαλότητα και απλότητα, χωρίς σφίξιμο και άγχος.

Μη λέτε: «Τώρα θα σφιχτώ, θα κάνω προσευχή ν' αποκτήσω αγάπη, να γίνω καλός κ.λπ.». Δεν είναι καλό να σφίγγεσαι και να πλήττεις, για να γίνεις καλός. Έτσι θ' αντιδράσετε χειρότερα. Όλα να γίνονται με απαλό τρόπο, αβίαστα και ελεύθερα. Ούτε να λέτε: «Θεέ μου, απάλλαξέ με απ' αυτό», παραδείγματος χάριν, τον θυμό, την λύπη. Δεν είναι καλό να προσευχόμαστε ή και να σκεπτόμαστε το συγκεκριμένο πάθος. κάτι γίνεται στην ψυχή μας και μπλεκόμαστε ακόμη περισσότερο. Ρίξου με ορμή, για να νικήσεις το πάθος και θα δεις τότε πως θα σ' αγκαλιάσει, θα σε σφίξει και δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα.

Η ελευθερία δεν κερδίζεται, αν δεν ελευθερώσομε το εσωτερικό μας απ' τα μπερδέματα και τα πάθη.


Πηγή:Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλιβίτου, Βίος και Λόγοι - Ι.Μ. Χρυσοπηγής Χανίων.

Η Νηστεία των Αγίων Αποστόλων




Από την Δευτέρα μετά την Κυριακή των Αγίων Πάντων αρχίζει η νηστεία των Αγίων Αποστόλων, η νηστεία δηλαδή που είναι αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους και η διάρκειά της ποικίλει αναλόγως με την ημερομηνία τελέσεως της εορτής τού Πάσχα από την οποία εξαρτάται η έναρξή της, δηλαδή η Κυριακή των Αγίων Πάντων.
Η νηστεία αυτή είναι αρχαιοπαράδοτος στην Εκκλησία μας. Πρώτος ο Μέγας Αθανάσιος αναφέρει νηστεία μιάς εβδομάδος μετά την Πεντηκοστή. «Τη γαρ εβδομάδι μετά την αγίαν πεντηκοστήν ο λαός νηστεύσας εξήλθε περί το κοιμητήριον εύξασθαι» (εγράφη περί το 357). Αυτός μεν αναφέρει την νηστεία αυτή αμέσως μετά την Πεντηκοστή, αλλά το βιβλίο των Αποστολικών Διαταγών, το οποίο έχει γραφεί πενήντα περίπου έτη αργότερα και απηχεί αποστολοπαράδοτες εντολές και συνήθειες, την αναφέρουν μία εβδομάδα μετά την Πεντηκοστή, δηλαδή μετά την εορτή των Αγίων Πάντων. «Μετά ουν το εορτάσαι υμάς την πεντηκοστήν εορτάσατε μίαν εβδομάδα και μετ’ εκείνην νηστεύσατε μίαν, δίκαιον γαρ και ευφρανθήναι επί τη εκ Θεού δωρεά και νηστεύσαι μετά την άνεσιν». Όπως φαίνεται από το χωρίο των Αποστολικών Διαταγών, η περί ης ο λόγος νηστεία σχετιζόταν με την χαρμόσυνη περίοδο από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή, μετά την οποία έπρεπε να επέλθει κάποιας μορφής αντίδραση, ώστε να μετριασθεί η χαρμόσυνη διάθεση. Επειδή οι απόστολοι είχαν αρχίσει το κήρυγμα μετά την Πεντηκοστή, οι μετ’ αυτήν ημέρες ήσαν αφιερωμένες σ’ αυτούς. Γι’ αυτό και στις συριακές πηγές η νηστεία αυτή ονομαζόταν των Αγίων Αποστόλων αν και δεν είχε ακόμη εισαχθεί από τη Δύση στην Ανατολή η εορτή των Αγίων Αποστόλων τής 29ης Ιουνίου. Κατ’ αυτήν περίπου την περίοδο εισάγεται και η αρχικώς ολιγοήμερη νηστεία των Χριστουγέννων. Και οι δύο, κατ’ αφομοίωση τής νηστείας τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, γίνονται τεσσαρακονθήμερες αργότερα περίπου τον 6ο αι. από τους μοναχούς τής Συρίας και της Παλαιστίνης.
Πρώτη γραπτή αναφορά γι’ αυτές τις δύο νέες τεσσαρακοστές κάνει λόγο ο Άγ.Αναστάσιος ο Σιναϊτης, ηγούμενος τής Μονής τού Σινά κατά τον 7ο αι., έπειτα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος καθώς και ο Όσ.Θεόδωρος ο Στουδίτης (αμφότεροι αρχές 9ου αι.).
Η νηστεία όμως των Αγ.Αποστόλων δεν διατηρήθηκε ως τεσσαρακονθήμερος αλλά περιορίσθηκε. Η εορτή των Αγίων Αποστόλων, όπως προελέχθη, δεν υπήρχε αρχικώς στην Ανατολή. Όταν όμως εισήχθη, η νηστεία εκείνη εξελήφθη ως προπαρασκευαστική τής εορτή των. Γι’ αυτό και από τότε διαρκεί τόσες ημέρες όσες μεσολαβούν μεταξύ της εορτής των Αγίων Πάντων και της εορτής των Αγίων Αποστόλων, των οποίων ημερών ο αριθμός, ως γνωστόν κατ’ έτος είναι διαφορετικός, ανάλογα με την ημερομηνία, κατά την οποία θα εορτασθεί το Πάσχα, δεν υπερβαίνει όμως τις 30 ημέρες (σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο). Η τροποποίηση αυτή έγινε μεταξύ 7ου και 9ου αι. και κατ’ αρχάς πιθανώς στην Κωνσταντινούπολη, η οποία τον 5ο αι. πρώτη δέχθηκε από τη Ρώμη την εορτή των Αγίων Αποστόλων τής 29ης Ιουνίου και της οποίας Εκκλησίας η σημασία ενισχύθηκε μετά την κατάκτηση των άλλων πατριαρχείων από τους Άραβες, ώστε το παράδειγμά της επέδρασε σε όλη την Ορθόδοξη Ανατολή. Ο Όσ.Θεόδωρος ο Στουδίτης αναφέρει ότι όπως κατά τη νηστεία τού Πάσχα έτσι και κατά την νηστεία των Χριστουγέννων, έτρωγαν μία φορά την ημέρα, την ενάτη ώρα (3μ.μ.) «διά την σμικρότητα των ημερών», ενώ κατά την νηστεία των Αποστόλων και τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, έτρωγαν δύο φορές, την ενάτη και νωρίς το βράδυ. Επιτρέπονταν περίπου οι τροφές, οι οποίες και σήμερα επιτρέπονται. Αν κατά την νηστεία των Αποστόλων και των Χριστουγέννων συνέπιπτε εορτή, κατά την οποία δεν αναγινώσκονταν οι Ώρες, επιτρεπόταν να φάγουν ψάρι, τυρί και αυγά. Κατ’ αυτές τις εορτάσιμες ημέρες το μεσημεριανό γεύμα λαμβανόταν περί την έκτη ώρα (12μ.), το δε βραδυνό κατά την ίδια με τις υπόλοιπες περιόδους ώρα.
Προϊόντος του χρόνου όμως οι νηστείες αυτές (Χριστουγέννων και Αγ.Αποστόλων) επιβλήθηκαν σε τέτοια έκταση και ένταση, ώστε ίσχυσαν όχι μόνον για τους μοναχούς αλλά και για τους κληρικούς και λαϊκούς. Όμως αυτό έγινε μετά το τέλος τού 12ου αι. και τούτο εξαιτίας των μοναστηριακών κτητορικών τυπικών. Υπήρχαν δηλαδή Τυπικά διαφόρων Μοναστηριών, τα οποία είχαν συνταχθεί από τους ιδρυτές τους και εκεί αυτοί όριζαν την έκταση αλλά και την ποιότητα των δύο αυτών νηστειών και τις οποίες όφειλαν να τηρούν οι μοναχοί τους. Από εκεί άρχισαν να εισέρχονται, κυρίως λόγω ευσεβείας, και ανάμεσα στις τάξεις των κληρικών και λαϊκών. Βαθμηδόν επικράτησαν για όλους και έκτοτε τηρούνται από τους χριστιανούς μας.
 Π. Φιλόθεος Νικολάκης.